ἀγαπημένη

ἀγαπημένη
ἀγαπάω
greet with affection
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀγαπάω
greet with affection
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀ̱γαπημένη , ἀγαπάω
greet with affection
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Equipe de Grece de basket-ball — Équipe de Grèce de basket ball Article connexe : Équipe de Grèce de basket ball féminin. Grèce …   Wikipédia en Français

  • Équipe de Grèce de basket-ball — Article connexe : Équipe de Grèce de basket ball féminin. Équipe de Grèce …   Wikipédia en Français

  • Équipe de Grèce de basket ball — Article connexe : Équipe de Grèce de basket ball féminin. Grèce …   Wikipédia en Français

  • Équipe de grèce de basket-ball — Article connexe : Équipe de Grèce de basket ball féminin. Grèce …   Wikipédia en Français

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κυμοθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις Νηρηίδες και εκπροσωπούσε την ταχύτητα των κυμάτων. Μερικές παραδόσεις αναφέρουν πως ήταν η αγαπημένη του Τρίτωνα. * * * η (Α Κυμοθόη) νεοελλ. ζωολ. γένος παράσιτων ισόποδων καρκινοειδών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • αγαπημένος — η, ο [αγαπώ] 1. προσφιλής, συμπαθής, αγαπητός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπημένος, η αγαπημένη το αγαπημένο πρόσωπο από ερωτική άποψη 3. επίρρ. αγαπημένα ειρηνικά, με ομόνοια, με αγάπη …   Dictionary of Greek

  • ακριβοθυγατέρα — και ακριβοδυχατέρα, η (συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θυγατέρα ή δυχατέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”